Οι γιατροί λένε και ξαναλένε πως πρέπει να τηρούμε με συνέπεια τις οδηγίες τους όταν μας χορηγούν μια αντιβιοτική αγωγή και να μην τη διακόπτουμε πρόωρα επειδή νιώσαμε καλύτερα.
Γιατί είναι αυτό τόσο σημαντικό; Τι θα πάθει κάποιος, αν σταματήσει τα αντιβιοτικά μόλις δει τα συμπτώματά του να υποχωρούν;
Oπως απαντά η δρ Λόρι Χικς, διευθύντρια Αντιβιοτικής Επιτήρησης στα ομοσπονδιακά Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης των Ασθενειών (CDC) στις ΗΠΑ, το κλειδί κρύβεται στις υποτροπές. «Δεν θέλει κανείς μια υποτροπιάζουσα λοίμωξη ή, ακόμα χειρότερα, μια ανθεκτική υποτροπή την οποία δεν θα μπορεί να αντιμετωπίσει» λέει.
Οπως εξηγεί στην εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς», οι ασθενείς με λοιμώξεις όπως η πνευμονία ή η ουρολοίμωξη συχνά αρχίζουν να παρουσιάζουν βελτίωση μέσα σε λίγες ημέρες από την έναρξη της αντιβιοτικής αγωγής. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έχουν εξολοθρευτεί όλα τα μικρόβια που προκαλούσαν τα συμπτώματά τους και, αν διακόψει κανείς νωρίς τη θεραπεία, όσα έχουν απομείνει θα βρουν την ευκαιρία να πολλαπλασιαστούν εκ νέου και να αναζωπυρώσουν τη λοίμωξη.
Το πιο σοβαρό όμως είναι ότι η υποτροπή μπορεί να αποδειχθεί πιο δύσκολη στην αντιμετώπισή της από ό,τι η αρχική λοίμωξη, διότι τα βακτήρια είχαν την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν τους εξελικτικούς μηχανισμούς που διαθέτουν για να βρουν τρόπο να αποφεύγουν τη δράση των αντιβιοτικών. Ετσι, είναι πιθανό να έχουν αναπτύξει αντοχή στο αντιβιοτικό που έπαιρνε ο ασθενής και όταν αναγκαστεί, λόγω της υποτροπής, να το ξαναπάρει, αυτό μπορεί να μην αποδίδει εξίσου καλά.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, τα βακτήρια δεν κρατούν μόνο για το είδος τους τον μηχανισμό χάρη στον οποίο απέκτησαν αντοχή σε κάποιο αντιβιοτικό, αλλά συχνά τον μεταδίδουν σε άλλα είδη βακτηρίων που εκ φύσεως υπάρχουν στο ανθρώπινο σώμα και τα οποία μπορούν να μεταδίδονται από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Με αυτό τον τρόπο μπορεί μια κοινότητα ανθρώπων να αποκτήσει ανθεκτικά στα αντιβιοτικά βακτήρια και να μην το αντιληφθεί, παρά μόνο όταν θα χρειαστεί αντιβιοτική αγωγή.
Οι κατευθυντήριες οδηγίες που καθορίζουν τη διάρκεια λήψης μιας αντιβιοτικής αγωγής δεν είναι τέλειες, αλλά γίνονται διαρκώς μελέτες και αναθεωρούνται, παραδέχεται η δρ Χικς. Ωστόσο αν ένας ασθενής δεν είναι υπέρμαχος των αντιβιοτικών, μπορεί κάλλιστα να το πει εκ των προτέρων στον γιατρό του, για να αποφασίσουν από κοινού αν θα μπορούσε με ασφάλεια να καθυστερήσει την έναρξη της αντιβιοτικής αγωγής, μη τυχόν και υποχωρήσει μόνη της.
«Αυτό είναι πολύ προτιμότερο από το να αρχίσει την αγωγή και να τη διακόψει στη μέση» τονίζει. «Αν θέλει όμως οπωσδήποτε να τη διακόψει, πρέπει να συμβουλευθεί τον γιατρό του και να μην πάρει μόνος του την πρωτοβουλία. Ο γιατρός είναι ο μόνος που ξέρει αναλυτικά την περίπτωσή του και μπορεί να τον συμβουλεύσει τι να κάνει».
νοσηλεία κατ΄ οίκον Θεσσαλονίκη